-
1 Καυκάσιος
ΚαύκασοςMt. Caucasus: fem gen sg (epic doric ionic aeolic)ΚαύκασοςMt. Caucasus: masc nom sg -
2 Καύκασος
Καύκᾰσος, ὁ,A Mt. Caucasus between the Euxine and Caspian, Hdt. 1.203 sq.: also a gen. Καυκάσιος (as if from Καύκασις) Id.3.97, cf. St.Byz. s. v.: τὸ Καυκάσιον ὄρος Hdt.1.104.—The region was [full] Καυκασία, ἡ, and the inhabitants [full] Καυκασῖται, [full] Καυκασιανοί, St.Byz.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Καύκασος
-
3 τένων
A sinew, tendon,ἀπέκοψε τένοντας αὐχενίους Od.3.449
; freq. in dual,ἄμφω ῥῆξε τένοντε Il.5.307
, al., cf. 4.521, Hes.Sc. 419; of the arm,ἵνα τε ξυνέχουσι τένοντες ἀγκῶνος Il.20.478
; of the foot,ποδῶν τέτρηνε τένοντε 22.396
, cf. E.Ph.42; τ. ποδός, the outstretched foot, Id.Cyc. 400; ὁ τ. ὁ ὀπίσθιος the Achilles tendon, Hp.Fract.11; ὁ τ. ὁ ἐν τῇ κνήμῃ τοῦ ποδός ib.16, cf. Arist.HA 515b9; τ. defined as a species of νεῦρον, Gal.2.739, cf. 6.772: abs., for the foot, , cf. E.Med. 1166, Ba. 938; τένοντα σείων, of a mule, Babr.62.3.II metaph., mountain- ridge, Καυκάσιος τ. AP4.3b.12 (Agath.).
См. также в других словарях:
καυκάσιος — α, ο (ΑΜ καυκάσιος, ία, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Καύκασο νεοελλ. ως κύριο όν. ο Καυκάσιος, η Καυκασία αυτός που κατάγεται από τον Καύκασο … Dictionary of Greek
καυκάσιος — α, ο αυτός που αναφέρεται στον Καύκασο ή στη χώρα Καυκασία: Ανήκουν στην καυκάσια φυλή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καυκάσιος — Καύκασος Mt. Caucasus fem gen sg (epic doric ionic aeolic) Καύκασος Mt. Caucasus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)