Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Καυκάσιος τ

См. также в других словарях:

  • καυκάσιος — α, ο (ΑΜ καυκάσιος, ία, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Καύκασο νεοελλ. ως κύριο όν. ο Καυκάσιος, η Καυκασία αυτός που κατάγεται από τον Καύκασο …   Dictionary of Greek

  • καυκάσιος — α, ο αυτός που αναφέρεται στον Καύκασο ή στη χώρα Καυκασία: Ανήκουν στην καυκάσια φυλή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καυκάσιος — Καύκασος Mt. Caucasus fem gen sg (epic doric ionic aeolic) Καύκασος Mt. Caucasus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»